Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σέρτικος — η, ο, Ν [σέρτης (ΙΙ)] 1. (για καπνό) βαρύς, δυνατός 2. μτφ. (για πρόσ.) ο σέρτης (ΙΙ) … Dictionary of Greek
σέρτικος — η, ο (λ. τουρκ.), τσουχτερός, βαρύς: Σέρτικα τσιγάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)